- ιματιοπώλης
- ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, -ιδος)πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο-πώλης, μυρο-πώλης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱματιοπώλης — clothes dealer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματιοπῶλαι — ἱματιοπώλης clothes dealer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματιοπώλας — ἱματιοπώλᾱς , ἱματιοπώλης clothes dealer masc acc pl ἱματιοπώλᾱς , ἱματιοπώλης clothes dealer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βεστιάριος — βεστιάριος, ο (Μ) θησαυροφύλακας του κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius( ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, a, um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis ( is) «ένδυμα»] … Dictionary of Greek
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
ιμασιοπώλης — ἱμασιοπώλης, ὁ (Α) βλ. ιματιοπώλης … Dictionary of Greek
ιματιοπράτης — ο (Α ἱματιοπράτης) ιματιοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω)] … Dictionary of Greek
ιματιοπωλικός — ἱματιοπωλικός καί ἱματοπωλικός, όν (Α) [ιματιοπώλης) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱματιοπωλικόν και ἱματοπωλικόν φόρος που κατέβαλλαν οι έμποροι ιματίων … Dictionary of Greek
ιματιοπωλώ — ἱματιοπωλῶ, έω (Μ) [ιματιοπώλης] πωλώ ιμάτια, εμπορεύομαι ρούχα … Dictionary of Greek